ἀλόγιστος — inconsiderate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλόγιστος — η, ο (Α ἀλόγιστος, ον) αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος 2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
αλόγιστος — η, ο επίρρ. α 1. απερίσκεπτος, αστόχαστος: Άλλη μια φορά είχε δειχτεί άνθρωπος αλόγιστος. 2. ανυπολόγιστος: Του χαν δώσει να καταλάβει πως τον θεωρούν αλόγιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλογιστότερον — ἀλόγιστος inconsiderate adverbial comp ἀλόγιστος inconsiderate masc acc comp sg ἀλόγιστος inconsiderate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογιστοτάτων — ἀλόγιστος inconsiderate fem gen superl pl ἀλόγιστος inconsiderate masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογιστοτέρων — ἀλόγιστος inconsiderate fem gen comp pl ἀλόγιστος inconsiderate masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογιστότατον — ἀλόγιστος inconsiderate masc acc superl sg ἀλόγιστος inconsiderate neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογίστως — ἀλόγιστος inconsiderate adverbial ἀλόγιστος inconsiderate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγιστον — ἀλόγιστος inconsiderate masc/fem acc sg ἀλόγιστος inconsiderate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογιστοτέρους — ἀλόγιστος inconsiderate masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογιστότερα — ἀλόγιστος inconsiderate neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)